Ξεκίνησε ένα ΜΑΥΡΟ πουλί από το Κέντρο της Κίνας, αρχές περασμένου Δεκέμβρη και πριν πετάξει από εκεί , του είπαν:
«αρχές άνοιξης οπωσδήποτε να βρίσκεσαι πάνω από την Ευρώπη και Μεγάλη Σαρακoστή να φτερουγίζεις πάνω από την Ελλάδα»
«να φτερουγίζεις , να κράζεις και να προκαλείς πανικό και κατασκανδαλισμό»
«να σκορπάς λογισμούς, ότι το ΤΙΜΙΟ Σώμα και το ΑΓΙΟ Αίμα του Χριστού μεταδίδει θάνατο και όχι ΖΩΗ»…
«να βάλλεις τις εξουσίες να λένε ότι οι ορθόδοξοι χριστιανοί που θέλουν να μεταλάβουν των Αχράντων Μυστηρίων είναι ποινικά κολάσιμοι, γιατί γίνονται δυνητικά μετα- φορείς στους υπόλοιπους ανθρώπους του θανατικού που κουβαλάς στις φτερούγες σου»
Καλά είπε, το ΜΑΥΡΟ πουλί και πέταξε.
Πέταξε – πέταξε το πουλί και έφτασε πάνω από την χαζοχαρούμενη Ευρώπη των μεγάλων λόγων και του ανέραστου ανθρωπισμού.
Και ενώ πρώτη στάση είχε την Ελλάδα , ένας δυνατός αγέρας το πήγε κατά λάθος πάνω από την Ιταλία στην περιοχή του Βενέτο και της Λομβαρδίας και εκεί ξέρασε το θανατηφόρο φορτίο του.
Το Μαύρο πουλί ξεγελάστηκε και πέρασε την Ιταλία σαν Ελλάδα (άλλωστε μοιάζουμε).
Έριχνε , έριχνε θανατικό και δεν σταματούσε.
Βρε του λέει , το αφεντικό του που το είχε στείλει σε αυτό το μακρινό ταξίδι ,
-«λάθος μέρος διάλεξες, τράβα ανατολικά».
Και εκείνο, του απάντησε:
-«δεν μου έμεινε πολύ δηλητήριο στις φτερούγες μου»
-«Δεν πειράζει, τράβα εκεί και όσο έχεις ρίχνε – ρίχνε, μέχρι να αποκάμουν από τον φόβο τους, ώστε και Πασχαλιά να μην κάνουν, αλλά ούτε να πουν το ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ οι Έλληνες στις εκκλησιές τους»…
Το Μαύρο πουλί υπάκουσε γιατί το αφεντικό του ήταν πιο κατράμι από αυτό.
Κάνει λίγο ανατολικά και φτάνει με ευκολία επάνω στην Ελλάδα.
Αλλά τι να δει το κακόμοιρο, άδειοι δρόμοι , κενές πλατείες, όλοι κλειδωμένοι μέσα στα σπίτια τους.
«Αυτοί φοβήθηκαν πριν έρθω εγώ», αναρωτήθηκε.
«Που να ρίξω το λιγοστό δηλητήριο που μου απέμεινε;»
Κουράστηκε να γυρίζει γύρω – γύρω σαν την άδικη μαύρη κατάρα και πήγε να ξαποστάσει επάνω στο ΣΤΑΥΡΟ, στον τρούλο μιας Εκκλησιάς.
Δεν πέρασε πολύ ώρα , ούτε λεπτά και ξαφνικά με μια λάμψη και αστραπή βρέθηκε μπροστά του ένα μικρόσωμο , κάτασπρο και χαριτωμένο Περιστέρι.
Πρώτη φορά το μαύρο πουλί έβλεπε τέτοια ομορφιά , τέτοια χάρη , τέτοια ακεραιότητα και για μια στιγμή ζήλεψε, αλλά δεν πρόλαβε γιατί το μικρό Περιστέρι με ανθρώπινη λαλιά του μίλησε και αυτό ταράχτηκε:
«εδώ πάνω στον ΣΤΑΥΡΟ της Εκκλησίας μόνο ΕΓΩ ξεκουράζουμε και ξεκουράζω»…
«σύρε από εδώ και πάρε μαζί το μαύρο αφεντικό σου και τράβα να συνεχίσεις το ταξίδι σου αλλού»
« αυτός δεν είναι τόπος σου , ούτε και θα γίνει τόπος σου»
«σύρε γρήγορα γιατί βιάζομαι να περιποιηθώ τις Εκκλησιές μου για να γιορτάσουμε όχι μόνο μια ΠΑΣΧΑΛΙΑ, αλλά πολλές λαμπροφόρες Πασχαλιές»
Αν σας άρεσε το θέμα προωθήστε το στους φίλους σας για να τους ενημερώσετε
Πόσο χρήσιμο ήταν αυτό το άρθρο;
Κάντε κλικ σε ένα αστέρι για να το αξιολογήσετε!
Μέση βαθμολογία 5 / 5. Ψήφισαν: 1