Δώσ΄μου το χέρι γιόκα μου
«Τι να ’ναι τούτες οι φωνές π’ ακούγονται, με δάκρυα γεμάτες;
Γιατί βλέπω τα λάβαρα να υψώνουν το κορμί τους και σαν το κύμα
η γαλανόλευκη πασχίζει να αντισταθεί στον δυνατό αγέρα;
Πώς γίνεται να τρέχει ο νιος παρέα με τον γέρο, και πώς
μανάδες άφησαν μωρά, με γάλα μες στο στήθος για να
πετάξουν με φτερά και να ’ναι μες στο πλήθος;»
«Για τη Μακεδονία, Γέροντα, γι’ αυτήν κραυγάζουν όλοι·
κλήρο γι’ αυτήνε ρίξανε, κι είπαν κερδίσαν ξένοι».
«Και μεις καθόμαστε εδώ, χωρίς να ροβολούμε;
Δώσ’ μου το χέρι, γιόκα μου, τράβα με για να έβγω,
κι ετοίμασε το καλπάκι μου και τη στολή μου βγάλε».
Σηκώθηκε ο επίγονος, με βάρος στην καρδιά του, δίχως απόκριση
καμιά στον Γέροντα να δώσει· τον Γέροντα τον ήρωα που ’χει
με αίμα βάψει την άγια Μακεδονική τη γη την τιμημένη.
Δεν τόλμησε το βλέμμα του πίσω του να το στρέψει.
Ασήκωτη ήταν η σκιά του μακεδονομάχου Παύλου,
μαζί και του δοξαστικού, του μέγα Αλεξάνδρου.
Αν σας άρεσε το θέμα προωθήστε το στους φίλους σας για να τους ενημερώσετε
Πόσο χρήσιμο ήταν αυτό το άρθρο;
Κάντε κλικ σε ένα αστέρι για να το αξιολογήσετε!
Μέση βαθμολογία 5 / 5. Ψήφισαν: 2