Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ
Και τα νερά
μέναν’ αγιάτρευτα·
αγιάτρευτα,
που δεν τ’ αγιάσανε
οι άνθρωποι της θάλασσας.
Και θύμωσαν
τα καταγάλανα νερά,
κι απ’ το θυμό ταράχτηκαν,
γιατί κι αυτά
να γιατρευτούν,
να αγιαστούν, προσμένανε·
Και τα νερά
μέναν’ αγιάτρευτα·
κι η ταραχή τους κίνησε
μέσ’ από τη θάλασσα
μέγα σεισμό,
σεισμό μεγάλο, τρομερό·
γιατί από πάνω τους,
μονάχα από πάνω τους,
το Πνεύμα επεφέρετο,
μιας και εδόθη εντολή
να μην Το επιτρέψουνε
μέσα στα ύδατα να μπει
να τα γιατρέψει·
Και τα νερά μέναν’ αγιάτρευτα·
και ο θυμός τους έφερε
στο χώμα ξηρασία,
μαράζι στους καρπούς,
πείνα πρωτόγνωρη,
αφόρητο λιμό
και έλλειψη νερού
στις αλαζόνες πόλεις·
κι οι άνθρωποι της θάλασσας
τότε διψάσανε·
και φρόντισαν μη ρίξουνε
ούτ’ ένα δάκρυ τόσο δα,
σταγόνα απ’ το φόβο τους,
πολύτιμη σπατάλη,
να μη χάσουνε.
Και τα νερά μέναν’ αγιάτρευτα·
και η οργή τους
έφερε εχθρούς,
να μπουν, να πάρουνε νησιά,
χωριά και πόλεις·
και μες στην αγωνία τους
οι άνθρωποι της θάλασσας
έκραζαν γοερώς
στα οργισμένα ύδατα:
«νερά, φουσκώστε
και πνίξτε τους εχθρούς μας»·
μα δεν τους άκουγαν,
γιατί τα νερά
μέναν’ αγιάτρευτα·
και ύστερα μαζεύτηκαν
χίλιοι λαοί
να πολεμήσουν, να σφαχτούν
ή να καούν·
κι έπεσαν τότες
χίλιες φωτιές
να πυρπολήσουνε ταλαίπωρο
της γης το σώμα·
και φώναξαν πιο δυνατά
και πάλι στα νερά
οι άνθρωποι της θάλασσας:
«σβήστε τις φωτιές·
νερά, τι περιμένετε;
βοηθήστε· όλα καίγονται»·
μα πάλι δεν τους άκουσαν,
γιατί τα νερά
μέναν’ αγιάτρευτα·
Μα ήρθε η ώρα που ένιωσαν,
το σφάλμα τους κατάλαβαν,
οι άνθρωποι της θάλασσας·
κι είπαν: «ας χαλαλίσουμε
τουλάχιστον δικά μας δάκρυα,
συγγνώμη να ζητήσουμε,
που αφήσαμε το Πνεύμα
πάνω στα νερά
να περιφέρεται
και μέσα δεν Τ’ αφήσαμε
νά ’ρθει να μπει
και να τ’ αγιάσει,
τα ύδατά μας,
τα νερά μας να γιατρέψει·
κι έγινε τότε
το δάκρυ τους ατμός
και πέρασε στο σύννεφο
και αναμείχθηκε
με τη θλιμμένη βροχή
και έφτασε στη θάλασσα·
κι έπεσε κι άλλο δάκρυ
σε κάθε μαξιλάρι
και πέρασε μετά
από το κάθε στρώμα
κι απ’ το κρεββάτι
ύστερα στο πάτωμα,
κι από εκεί στους τοίχους,
στα θεμέλια των σπιτιών,
στα υπόγεια ρέματα,
στους ποταμούς,
κι έφτασε κι αυτό
στο τέρμα του στη θάλασσα·
Είδαν οι άνθρωποι της θάλασσας
πως των υδάτων η γιατρειά
εκείνους σώζει·
και τότε τ’ άγιασαν,
τα γιάτρεψαν
τα ύδατά τους
με το Πνεύμα·
κι εκείνα πια ησύχασαν·
κι ήρθε γαλήνη ποθητή
τότε, μόνο τότε,
σε στεριά και σε θάλασσα.
π. Σ. Μ.
Αν σας άρεσε το θέμα προωθήστε το στους φίλους σας για να τους ενημερώσετε
Πόσο χρήσιμο ήταν αυτό το άρθρο;
Κάντε κλικ σε ένα αστέρι για να το αξιολογήσετε!
Μέση βαθμολογία 4.3 / 5. Ψήφισαν: 6